- καπνοπαραγωγή
- ηπαραγωγή του φυτού καπνός: Βελτιώθηκαν οι συνθήκες καπνοπαραγωγής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καπνοπαραγωγή — ἡ η παραγωγή φύλλων καπνού για την καπνοβιομηχανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + παραγωγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
Τριχωνίδας, επαρχία — Διοικητική διαίρεση του νομού Αιτωλοακαρνανίας (έκταση 1.087 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται 4 δήμοι, 54 κοινότητες και 173 οικισμοί. Πρωτεύουσα είναι το Αγρίνιο. Τ. λίμνη. Λίμνη του νομού Αιτωλοακαρνανίας, που χωρίζει τις επαρχίες του Μεσολογγίου… … Dictionary of Greek